- αἰνητός
- αἰνητός1 deserving praise, praiseworthy n. pl. as subs.,
αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αινητός — αἰνητός, ή, όν (Α) ο αινετός* … Dictionary of Greek
Αἴνητος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητά — αἰνητός neut nom/voc/acc pl αἰνητά̱ , αἰνητός fem nom/voc/acc dual αἰνητά̱ , αἰνητός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητόν — αἰνητός masc acc sg αἰνητός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνητῇ — αἰνητός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰνήτου — Αἴνητος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴνητον — Αἴνητος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαίνητος — ή μεγαίνετος, ον (Α) πολύ ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + ἄνητος και αἴνετος (< αἰνῶ), πρβλ. ευ αίνητος, πολυ αίνητος] … Dictionary of Greek
ευαίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο μεγαλύτερος χαράκτης νομισμάτων της αρχαιότητας (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Εργάστηκε στα νομισματοκοπεία των Συρακουσών, της Κατάνης και της Καμάρινας. Στις Συρακούσες δημιούργησε τρεις τύπους νομισμάτων με γυναικείες… … Dictionary of Greek
πολυαίνετος — και πολυαίνητος, ον, Α πολύαινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αἰνετός/ αἰνητός (< αἰνῶ «μιλώ για κάποιον, δοξάζω»), πρβλ. ευ αίνετος] … Dictionary of Greek